Το χρώμα της θάλασσας

Από τον Γιάννη Χαριτάντη

Τι σύντομο που είναι το όνειρο της ζωής!    

 

 Πήρε μιαν άσπρη πλαστική πολυθρόνα από το παρακείμενο καλοκαιρινό πρόσκαιρο μπαράκι και την έσυρε με προσοχή στην άμμο, κάτω από μια ενοικιαζόμενη ομπρέλα ηλίου. Κάθισε. Αισθάνθηκε την πολυθρόνα να βυθίζεται στην άμμο.  

 “Είμαι αρκετά βαρύςˮ, σκέφτηκε.

Προσπάθησε να σηκωθεί, για να διορθώσει τη θέση του. Δεν τα κατάφερε. Η πολυθρόνα είχε χωθεί αρκετά βαθειά στην άμμο.

“Να σας βοηθήσω;ˮ

άκουσε να του λέει με συμπάθεια μια κοπέλα, βλέποντάς τον από μικρή απόσταση να βυθίζεται. Αισθάνθηκε άσχημα. Δεν του έτυχε ποτέ μέχρι τότε να τον αντιμετωπίσουν έτσι. Μάλλον δεν θυμότανε καλά και δεν ήταν το μόνο που δεν θυμότανε καλά. Πριν λίγο καιρό κάποιος νεαρός του παραχώρησε τη σειρά του, στην ``ουρά`` κάποιας τράπεζας. Αυτή η ευγένεια των συνανθρώπων του τον πλήγωνε.

"Δεν είμαι μόνον αρκετά βαρύς, είμαι και αρκετά μεγάλοςˮ, μουρμούρισε.   

Τα κατάφερε, τελικώς, μόνος του να βολευτεί πάνω στην πλαστική πολυθρόνα, και δεν είχε λόγους να νοιάζεται πώς θα σηκώνονταν αργότερα. Το καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες κι εκείνος δεν βιαζότανε. Ήλπιζε. Ούτε όμως που ήξερε γιατί βρέθηκε μόνος του στην παραλία μέσα σε τόσον κόσμο που λούζονταν. Ωστόσο, φρόντισε να είναι ντυμένος ανάλογα, για να μη δείχνει παράταιρος στο περιβάλλον. Σορτσάκι, σαγιονάρες κι ένα καλοκαιρινό πάνινο καπέλο στο κεφάλι. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο φτηνής έκδοσης που κρατούσε στο χέρι του, όμως δεν τα κατάφερε.  

 “Θα φταίει η ζέστηˮ, σκέφτηκε.

Παράγγειλε κάτι δροσερό. Γρανίτα λεμόνι, που του πάγωνε το χέρι καθώς κρατούσε το ποτήρι. Ρούφηξε απνευστί το παγωμένο υγρό. Παράγγειλε και δεύτερο. Το χαρτάκι που συνόδευε το ποτό είχε μια τσουχτερή τιμή πάνω, όμως, τα χρήματα δεν του έλειπαν για να νοιάζεται το κόστος. Πενήντα χρόνια σκληρής δουλειάς. Τώρα ήταν ευκαιρία να χαρεί λιγάκι τη ζωή του. Όσο προλάβαινε, δηλαδή, ακόμα.  

“Εγώ πότε θα ζήσω; ˮ,  

αναρωτιότανε συχνά, κι αυτό το βασανιστικό ερώτημα του είχε γίνει μόνιμος βραχνάς από τότε που σταμάτησε να εργάζεται.

 Τελικώς, συγκεντρώθηκε στο βιβλίο. Μόλις που τέλειωσε την πρώτη σελίδα, και καθώς γύριζε στη δεύτερη, το μάτι του ξέφυγε από το βιβλίο και έπεσε σε μια ξαπλώστρα σε κοντινή απόσταση. Αυτό ήταν! Το βιβλίο έμεινε ανοικτό σταθερά στη δεύτερη σελίδα, όχι για να διαβάζει, αλλά για να του κρύβει το πρόσωπο. Μα τι ήταν αυτό το προκλητικό πλάσμα κάτω από τον καυτό ήλιο. Στο πρόσωπό του σχεδιάστηκε η συστολή όπως όταν ήταν έφηβος. Σήκωσε το βιβλίο με μιας για να κρυφτεί. Προς στιγμή είχε την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν όλοι στην παραλία. Αυτό δεν κράτησε για πολύ. Το βιβλίο άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά και το μάτι του καρφώθηκε πάλι στην ξαπλώστρα.

 “Θεέ μουˮ, αναφώνησε.

 Μια νεαρά καλλονή βρίσκονταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στην ξαπλώστρα. Μάλλον δεν πρέπει να ήταν γυναίκα. Περισσότερο έμοιαζε με ηλιοκαμένη γοργόνα. Εκείνη δεν κοίταζε προς το μέρος του κι έτσι, αυτός είχε την άνεση να καρφώσει το βλέμμα του επάνω της. Έπρεπε όμως να σιγουρευτεί ότι δεν τον παρακολουθούσε κανένας. Δεν
ρισκάρεις εύκολα τη φήμη μιας ολόκληρης ζωής που έχτισες με τα κλισέ του καθωσπρεπισμού και της σοβαροφάνειας. Ευτυχώς που οι λουόμενοι γύρω του ήταν απασχολημένοι με τη θάλασσα.

 “Θα το ρισκάρωˮ,  

αποφάσισε, και από εκείνη τη στιγμή δεν ξεκόλλησε το μάτι του από πάνω της. Η πρεσβυωπία μάλλον τον διευκόλυνε για την περίπτωση και δεν χρειάστηκε άλλο το βιβλίο για να του κρύβει το πρόσωπο.

 Το κορδόνι του μαγιό έκρυβε μικρό μόνον μέρος από τους σοκολατένιους γλουτούς της νεαράς. Σχεδόν τίποτα. Εκείνος από καιρό είχε διαγράψει από τη μνήμη του τέτοιες εικόνες. Δεν ήταν όμως άπειρος. Ήξερε καλά να ανιχνεύει τέτοιες περιοχές και δεν έπρεπε να καθυστερήσει καθόλου. Η κοπέλα, μάλλον, δεν θα έμενε για πολύ στην ξαπλώστρα. Αμέσως το βλέμμα του ξεκίνησε ψηλά από το μηρό και ανηφόρισε στις καλοσχηματισμένες καμπύλες του πρώτου ηλιοκαμένου λοφίσκου. Εκεί έμεινε αρκετά. Όσο κι αν οι αναστολές του τον εμπόδιζαν δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από την περιοχή. Ήταν σαν να τον κράταγε εκεί μια ισχυρή δύναμη. Είχε καιρό να νοιώσει έτσι. Πόσο θα ήθελε να μην τους χώριζε η απόσταση των λίγων μέτρων, για να δοκιμάσει την ανίχνευση με όλες τις αισθήσεις του! Όσο μπορούσε, βεβαίως. Πόση τέχνη θα πρέπει να είχε βάλει η φύση για να φτιάξει ένα τέτοιο πλάσμα. Κάθε λεπτομέρεια στο σώμα της έκρυβε και μια ομιλούσα ομορφιά. Ακόμα και οι λιγοστές σταγόνες ιδρώτα που ήσαν γαντζωμένες πάνω στο βελούδο της επιδερμίδας της έμοιαζαν σαν να έχουν εκπληρώσει το όνειρό τους για την κατάκτηση της ευτυχίας.

 Δείλιασε και τράβηξε το βλέμμα του. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να παρασυρθεί σε τέτοια περιπέτεια. Ήρθε στην παραλία για να ``σκοτώσει`` το χρόνο, που δεν είχε πια νόημα για εκείνον. Η αδυναμία του να επικεντρωθεί στη χάρη κάποιου καλλίγραμμου θηλυκού δεν ήταν προμελετημένη. Αφού όμως του έλαχε, έπρεπε να απαλλαγεί και από τις ενοχές του.  

 “Είσαι ένας ηλικιωμένος σεξιστήςˮ,

είπε χαμηλόφωνα στον εαυτό του, και προσπάθησε πάλι να επικεντρωθεί στο βιβλίο, που, όμως, είχε μείνει σταθερά στη δεύτερη σελίδα. Η ματιά του δεν ακολουθούσε πλέον τις γραμμές του βιβλίου, παρά διέγραφε λεπτομερώς τις εκφραστικές καμπύλες γραμμές των γλουτών της σοκολατένιας καλλονής. Πριν από λίγο το μάτι του είχε μείνει στον πρώτο λοφίσκο, που συνέχιζε να προκαλεί παραμένοντας στη ίδια θέση. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Η κοπέλα ήξερε πως είχε χαρίσματα και δεν ήθελε να τα κρύψει. Δεν ήταν όμως ο λοφίσκος η μοναδική ομορφιά επάνω σε εκείνο το σμιλευμένο σώμα. Λίγο πιο πέρα ήταν η χαράδρα του Ρουβίκωνα που κάποτε ήξερε εύκολα να τη διαβαίνει παρά την απαγόρευση των ρωμαϊκών νόμων. Οι νόμοι είναι για να καταπατούνται. Εξ' άλλου διετέλεσε και αναρχικός για κάποια χρόνια στα νιάτα του. Δεν τον φόβιζε πια τίποτα.

 Με αρκετή αυτοπεποίθηση κίνησε πάλι το βλέμμα του ανηφορικά. Στο τοπίο της λεκάνης δέσποζε ένα τατουάζ που παρίστανε έναν σκορπιό. Οι ανοικτές δαγκάνες του απλώνονταν απειλητικά να αγκαλιάσουν τους καλοφτιαγμένους ελκυστικούς γλουτούς. Ο συμβολισμός ήταν προφανής. ``Το αμπέλι δεν ήταν ξέφραγο``. Τι αξία όμως έχει να κατακτήσεις έναν τόπο που δεν έχει κάστρο. Ο κίνδυνος κάνει τον αγώνα περισσότερο ελκυστικό. Ο φόβος είναι για τους δειλούς.

 “Μη σταματήσειςˮ, του φώναζε κάτι από μέσα του.

 Το βιβλίο ξεχάστηκε τελείως και έπεσε από το χέρι του. Πώς να συγκριθεί η χαρά που σου δίνει ένα βιβλίο με την τέρψη που σου προκαλεί μια εξαίσια ύπαρξη; Εξ' άλλου το βιβλίο το έχεις όποτε θέλεις, η ευκαιρία να συναντηθείς με την ομορφιά δεν σου δίνεται συχνά.  

Η γοργόνα άρχισε να κινείται επάνω στην ξαπλώστρα.

 “Όχι, μη φύγειςˮ,  

ήταν έτοιμος να της φωνάξει, κι ας τον άκουγαν. Δεν τον ένοιαζε πια. Ευτυχώς που η κοπέλα δεν έφυγε. Γύρισε στο ένα πλευρό έχοντας τώρα στραμμένη την πλάτη της προς εκείνον. 

 “Σ' ευχαριστώ, Παντοδύναμεˮ,  

είπε με φανερή ανακούφιση. Δεν θα το άντεχε να την έχανε από τα μάτια του τόσο γρήγορα. Τι τύχη! Τώρα μπορούσε να διακρίνει καλύτερα και τα δύο ημισφαίρια της. Από τη νέα θέση, όμως, ο σκορπιός έδειχνε περισσότερο απειλητικός.  

“Δεν με τρομάζεις δολερό πλάσμα.
Μήτε οι δαγκάνες σου μήτε  το κεντρί σου με φοβίζουν
τώρα που συνάντησα πάλι την ευτυχίαˮ,

είπε και το εννοούσε. Καθώς η κοπέλα ήταν γυρισμένη, η χαράδρα του Ρουβίκωνα φαίνονταν πλέον πιο ανάγλυφα, όμως, ήξερε καλά να κρύβει τα μυστικά της στο βάθος της. Η φύση δεν αφήνει αφύλακτο τέτοιον θησαυρό!  

 Συνέχισε την οπτική του περιήγηση. Διασχίζοντας τη ραχοκοκαλιά, ξεπέρασε ακίνδυνα τον σκορπιό. Και μετά ήρθε η έκπληξη. Κανένα οπτικό εμπόδιο δεν υπήρχε εκεί πάνω. Ούτε το κορδονάκι που υπήρχε πιο κάτω. Τίποτα δεν έφραζε πλέον το δρόμο προς την καλόσχημη πλάτη. Αυτό κι αν ήταν σοκ! Ευτυχώς που η κοπέλα ήταν γυρισμένη προς εκείνον με την πλάτη. Τρόμαξε και μόνο με τη σκέψη ότι θα έκανε άλλη μισή στροφή προς το μέρος του!

 “Δεν θα το αντέξωˮ, ομολόγησε.

Ωστόσο, ούτε στιγμή δεν τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της. Η ζέστη όμως άρχισε να γίνεται αφόρητη. Αληθινή Κόλαση. Ούτε η παγωμένη γρανίτα δεν μπορούσε να ανακουφίσει πλέον την κατάσταση. Μόνο οι σταγόνες του ιδρώτα πάνω στην βελούδινη επιδερμίδα είχαν ξεχειλίσει από ευτυχία!

 Πόση ώρα μπορεί να μείνει κανείς παρατηρώντας μια τέτοια εικόνα; Άπειρες ώρες, αφού ο χρόνος σε τέτοιες στιγμές δεν έχει διάσταση. Ωστόσο, μακάρι να υπήρχε αυτός ο άπειρος χρόνος έστω και ως ψευδαίσθηση! Και καθώς ο χρόνος έτρεχε η πολυθρόνα βούλιαζε πιο πολύ στην άμμο. Ήταν σίγουρο πως δεν θα μπορούσε πια να σηκωθεί.

  “Σιγά μη φοβηθώˮ,

επέμεινε, καθώς είχε μάθει πάντα να επιμένει. Και η δικαίωσή του δεν άργησε. Η κοπέλα γύρισε πάλι πλευρό, ατενίζοντας αυτήν τη φορά κατάματα τον ήλιο. Εδώ είναι που οι λέξεις χάνουν τη δύναμή τους. Πώς να περιγράψεις ένα θαύμα! Πώς να περιγράψεις τη ζωντάνια. Θά 'ταν δε θά 'ταν είκοσι, όπως μαρτυρούσε το άγουρο στήθος της. Πού ήταν κρυμμένες αυτές οι εικόνες τόσον καιρό και πώς έμειναν τόσο ανεξίτηλες;

"Σε ζηλεύω, Ήλιε, εκεί από ψηλά που βλέπεις.
Σε ζηλεύω. Για σένα το θαύμα συνεχίζεταιˮ,

φώναξε με κλεισμένα τα δόντια, κι όμως ήθελε αυτήν τη φορά να τον ακούσουν. Ήταν σαν να έχανε κάτι πολύτιμο, κάτι άπιαστο πλέον για εκείνον. Ήταν ο αποχαιρετισμός της ζωής. 

Η οπτασία σηκώθηκε από την ξαπλώστρα και χάθηκε μέσα στη θάλασσα. Χάθηκε σαν όνειρο για πάντα. Και τότε η θάλασσα άλλαξε χρώμα. Βάφτηκε σοκολατένια. Η παραλία ερήμωσε από κόσμο και η αμμουδιά έχασε το χρυσαφένιο χρώμα της. Μόνον η πλαστική πολυθρόνα εξακολουθούσε να μένει άσπρη καθώς βυθίζονταν σιγά-σιγά όλο και πιο βαθειά μέσα στην άχρωμη άμμο.

 “Μη φύγεις, μη φύγειςˮ,  

της φώναζε απεγνωσμένα, και κοίταγε με αγωνία προς την απέραντη θάλασσα καθώς εκείνη χανότανε.

Τι σύντομο που είναι το όνειρο της ζωής!

 


Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο ``Οδός Ευξείνου Πόντου`` δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το 2014 ακολούθησε η σειρά διηγημάτων του με τίτλο ``Στα μονοπάτια του νου και του κόσμου``, όπου παρουσιάζονται εικόνες και προβληματισμοί της καθημερινής ζωής, όπως αυτές σχηματοποιούνται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης, για να γίνουν, τελικώς, εικόνες του νου. Δείτε το υπόλοιπα βιβλία του.

 

Related Articles

Ο γλάρος και η πέτρα

The Seagull and the Stone