"Κρυφή ελπίδα της να δραπετεύσει από τα πολλά πρέπει και τα μη"
του Γιάννη Χαριτάντη
'Ετσι γινότανε κάθε φορά. Μόλις σταμάταγε η βροχή και ξεπετάγονταν μες απ' τα σύννεφα ο ήλιος, η πρώτη του δουλειά ήταν να ανάψει το ουράνιο τόξο. Μια τεράστια αψίδα γεμάτη χρώματα αγκάλιαζε τότε τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη, μακριά πάντοτε από τα έκπληκτα μάτια των ανθρώπων πάνω στη γη. Αιώνες ξετυλίγονταν στον ουρανό αυτή η εικόνα κι όμως κάθε φορά ήταν σαν να συνέβαινε για πρώτη φορά. Ήταν το τόξο του ουρανού κάθε φορά τόσο όμορφο και μαγευτικό όπως την πρώτη φορά. Δύσκολα μπορούσε κανείς να αντισταθεί και να μην κοιτάξει το χρωματιστό μισό στεφάνι του ουρανού, που ήταν η αποκάλυψη όλων των κρυμμένων μέσα στο φως του ήλιου μυστικών. Και η απορία για το πού βρέθηκαν τόσα χρώματα ξαφνικά πάνω στον ουρανό, παρατεταγμένα μάλιστα σε μια τόσο αρμονική σειρά σαν να γνώριζε το καθένα τη θέση του μέσα στην ιεραρχία του σύμπαντος, πάντοτε το ίδιο έντονη. Νόμιζε κανείς πως έρχονταν να ανακουφίσουν τους ανθρώπους μετά από τη βαριά συννεφιά που τους έκλεψε το φως. Ήταν το δώρο του ήλιου στη γη και στους ανθρώπους της. Μυστήριο της φύσης, λέγανε πολλοί. Θαύμα, λέγανε κάποιοι άλλοι. Όσο κι αν η επιστήμη προσπαθούσε να τους διαψεύσει, εκείνοι επιμένανε να το βλέπουν σαν μυστήριο, αφού κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να το πλησιάσει.
Δεν είχε αφήσει γειτονιά πάνω στον πλανήτη που να μην την επισκέφτηκε το ουράνιο τόξο. Κανείς δεν είχε παράπονο γι’ αυτό. Υπήρχε μόνον το μόνιμο παράπονο των παιδιών που ποτέ δεν μπόρεσαν να το προσπεράσουν. Όσο κι αν τρέχανε προς το μέρος του εκείνο έφευγε πιο μακριά τους. Ο θρύλος έλεγε πως όποιος κατόρθωνε να περάσει κάτω από το ουράνιο τόξο τότε, αν ήταν αγόρι θα γίνονταν κορίτσι και αν ήταν κορίτσι θα γίνονταν αγόρι. Σαν παραμύθι λέγονταν αυτό στις γειτονιές, από στόμα σε στόμα, όμως κανείς δεν άκουσε ποτέ ότι υπήρξε κάποιος που τα κατάφερε.
Και η μικρή γαλανομάτα Δήμητρα κάθε φορά που αντίκριζε το ουράνιο τόξο κρυβότανε. Δεν ήθελε να γίνει αγόρι. Της άρεσε πολύ να ντύνεται με τα πολύχρωμα μακριά φουστάνια της και να χτενίζει στον ήλιο τα μακριά της μαλλιά. Καμάρωνε για την κορμοστασιά της που όσο ωρίμαζε τόνιζε πιο έντονα τη θηλυκότητά της. Όσο μεγάλωνε όμως, τόσο τα "μη" και τα "πρέπει" περίσσευαν γύρω της. Από την άλλη πάλι, εκείνα τα "μη" και τα "πρέπει" δεν ήταν τόσο πολλά για τα αγόρια της ηλικίας της.
“Θα πρέπει να είσαι προσεκτική. Κορίτσι είσαιˮ
Θα έπρεπε να προσέχει το πώς ντύνεται, το πώς κάθεται, το πώς φέρεται και πολλά άλλα που όμως δεν τα άκουσε ποτέ ο αδελφός της. Το ίδιο και στο σχολείο. Όλο "μη" και όλο "πρέπει". Και το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσε να παίζει τόσο ελεύθερα όσο τα αγόρια. Ήταν κι εκείνα τα μακριά φουστάνια μέχρι τον αστράγαλο, που δεν την άφηναν να κινηθεί με την άνεση των αγοριών. Κι ούτε μπορούσε να μένει στο παιχνίδι λίγο παραπάνω μετά το σούρουπο, όπως τα αγόρια. Κι ούτε να συμμετέχει στο καρναβάλι μαζί με τα αγόρια. Και κάθε τόσο να ακούει εκείνο το:
“Θα πρέπει να μη σκέφτεσαι έτσι. Κορίτσι είσαιˮ
Τι τρομερό !!! Ακόμα και το να σκέφτεται την έκανε ένοχη. Η επιθυμίες της ακούγονταν σαν να ήσαν παράβαση των κανόνων της γειτονιάς της. Εκείνη η φράση "κορίτσι εισαι" της είχε καθίσει σα θηλιά στο λαιμό.
Μα γιατί….. γιατί;
Τι κακό είχαν κάνει τα κορίτσια και έπρεπε να τιμωρούνται έτσι; Σε κάθε τι που θα της άνοιγε λίγο την ελευθερία της υπήρχε και ένα "πρέπει" που της έκλεινε το δρόμο. Και άντε να μένανε τα πράγματα μόνο στο σχολείο. Όσο μεγάλωνε τόσο και πιο πολύ ακούγονταν το "κορίτσι είσαι". Στην εφηβεία τα παιχνίδια έγιναν σχεδόν απαγορευμένα για κείνην. Το να αργεί το βράδυ ήταν αμάρτημα. Οι αρετές για το κορίτσι ήσαν το κέντημα, το ράψιμο, το μαγείρεμα, το καθάρισμα του σπιτιού και ό,τι είχε σχέση με δραστηριότητες μικρής ακτίνας δράσης γύρω από το σπίτι. Η Δήμητρα όμως γεννήθηκε ελεύθερη και δεν άντεχε τα παράλογα καθημερινά κλισέ του καθωσπρεπισμού. Όλα όσα γίνονταν γύρω της τα κλωθογύριζε στο νου της και λύση δεν έβρισκε. Η μόνη παρηγοριά που της είχε απομείνει ήταν η τεράστια αγκαλιά της γέρικης συκιάς, όπου μπορούσε να κρύβεται και εκεί να σκέφτεται ελεύθερα, χωρίς τα ``πρέπει`` και τα ``μη``. Κι όταν ο καιρός ήτανε μουντός η καρδιά της μαύριζε και θόλωναν οι σκέψεις της.
Μια τέτοια μέρα με ψιλοβρόχι που τα σύννεφα είχαν σκεπάσει όλον τον ουρανό, η Δήμητρα χώθηκε πάλι στην αγκαλιά της συκιάς της και σκεφτότανε προβληματισμένη.
“Δεν μπορεί. Κάποια λύση θα υπάρχειˮ
Και τότε, πώς της ήρθε, άρχισε να γεμίζει τα πνευμόνια της με αέρα - όσο πιο πολύ αέρα μπορούσε - και να φυσάει με δύναμη προς τον ουρανό, θέλοντας να διώξει μακριά τα βαριά σύννεφα. Φύσαγε και ξαναφύσαγε με μεγάλη επιμονή όμως τα σύννεφα δεν παραμέριζαν. Η Δήμητρα συνέχισε να γεμίζει τα πνευμόνια της με αέρα και να φυσάει πολλές φορές, ώσπου απόκαμε από την κούραση. Τελικώς τα σύννεφα υπάκουσαν ή μάλλον φοβήθηκαν, όταν την είδαν να είναι τόσο αποφασισμένη, και άρχισαν βιαστικά να παραμερίζουν. Ο ήλιος που καιροφυλαχτούσε για μια τέτοια ευκαιρία ξετρύπωσε μέσα από τα τρομαγμένα σύννεφα και άρχισε πάλι να βάφει τον θόλο του ουρανού με τα λαμπερά χρώματα του. Ένα τεράστιο ουράνιο τόξο απλώθηκε κατακτητικά στην άλλη μεριά του ουρανού. Και δεν ήταν σαν όλα τα άλλα ουράνια τόξα που μέχρι τότε είχαν επισκεφτεί τη γη. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό πως εκείνο το ουράνιο τόξο είχε ειδική αποστολή. Η Δήμητρα, που παλιότερα έτρεμε με το αντίκρισμα του φωτεινού τόξου, τώρα κατάλαβε πως εκείνο το ουράνιο τόξο ήταν η ευκαιρία που της πρόσφερε ο ήλιος.
“Θέλω να γίνω αγόριˮ,
είπε αποφασιστικά, και άπλωσε τα χέρια της να αρπάξει μια ακτίνα του ήλιου που σημάδευε το ουράνιο τόξο. Μα τι άρμα ήταν εκείνο! Σίγουρα δεν θα υπήρχε άλλο ταχύτερο από αυτό πάνω σε όλο το σύμπαν. Ούτε που προλάβαινε η Δήμητρα να βλέπει όσα άλλαζαν γύρω της, έτσι γρήγορα που έτρεχε καβάλα πάνω στο φως. Και χωρίς να το καταλάβει έφτασε τόσο κοντά στο τόξο που πάντα φοβότανε. Ήταν πια βέβαιο πως το ουράνιο τόξο δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ακτίνα του ήλιου, όσο κι αν προσπαθούσε να φύγει μακριά. Μπορεί τα παιδάκια της γειτονιάς να μην μπόρεσαν ποτέ να το φτάσουν, όμως τώρα δεν είχε να κάνει πια με παιδάκια. Μπροστά στην ακτίνα του ήλιου ήταν πολύ αδύναμο. Ούτε που πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια της η Δήμητρα και ξαφνικά λούστηκε από την ανταύγεια χιλιάδων χρωμάτων. Ένα ποτάμι πλημμυρισμένο από χρώματα είχε αγκαλιάσει όλο της το κορμί. Ούτε στα παραμύθια οι πριγκιποπούλες δεν λούζονταν με τόσα χρώματα. Πρέπει να ήταν η στιγμή που περνούσε μέσα από το ουράνιο τόξο. Διαφορετικά δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς βρέθηκαν τόσα χρώματα γύρω της. Ύστερα, τα χρώματα όλα έσβησαν με τη ίδια βιασύνη που είχαν ανάψει και τότε, στην αντίπερα όχθη του ποταμού των χρωμάτων το κορίτσι προσγειώθηκε σε ένα χωριό που δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό της χωριό, αλλά ούτε και με τα γειτονικά χωριά που είχε ποτέ επισκεφτεί. Το πιο περίεργο όμως ήταν ότι δεν ήταν πια κορίτσι. Χαθήκανε σε μια στιγμή τα μακριά μαλλιά της και εκείνα τα υπέροχα φουστάνια της. Είχε γίνει ένα αγόρι σαν όλα τ’ άλλα αγόρια του χωριού της. Δεν ξαφνιάστηκε όμως. Τον τελευταίο καιρό ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία της να γίνει αγόρι που εκείνη η μεταμόρφωσης τής ήρθε σαν δώρο από τον ουρανό. Κρίμα που δεν υπήρχε κάπου ένας καθρέφτης να κοιταχτεί.
Τη μεγάλη όμως χαρά του αγοριού ήρθε να τη διακόψει η πείνα που ήδη άρχισε να το βασανίζει. Έπρεπε σύντομα να βρει κάτι φαγώσιμο προτού σωριαστεί. Τράβηξε προς το χωριό και ο δρόμος το έβγαλε στο πρώτο φιλόξενο καλύβι. Εκεί ζούσαν ένας ηλικιωμένος άντρας με τη γυναίκα και τις δυο κόρες τους. Ξαφνιάστηκαν πολύ με το αντίκρισμα του απρόσμενου επισκέπτη. Ποτέ δεν είχαν δει στο χωριό τους αυτό το αγόρι. Του πρόσφεραν ό,τι καλό είχαν στο σπίτι τους και, όταν εκείνο καταλάγιασε την πείνα του, άρχισαν να το ρωτούν για το πώς βρέθηκε στα μέρη τους. Τι να τους έλεγε όμως; Μήπως και θα το πίστευαν αν τους έλεγε για το ουράνιο τόξο; Προτίμησε λοιπόν να τους πει πως είχε χαθεί και πως έψαχνε για κάποια στέγη να το φιλοξενήσουν. Ο σπιτονοικοκύρης και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και στη αρχή ούτε που πέρασε από το νου τους πως θα μπορούσαν να κρατήσουν το αγόρι στο σπίτι τους για πολύ καιρό. Ύστερα όμως το ξανασκέφτηκαν. Ήσαν και οι δυο ηλικιωμένοι και δεν αντέχανε πια τις βαριές δουλειές. Τα κορίτσια τους πάλι δεν ήταν συνηθισμένα για τις δουλειές έξω απ’ το σπίτι. Ήταν φανερό πως ένα αγόρι θα μπορούσε να τους φανεί πολύ χρήσιμο. Έτσι, κράτησαν το άγνωστο αγόρι στο σπίτι τους, που από την άλλη μέρα κιόλας έπρεπε να τους βοηθάει στις βαριές δουλειές. Ο σπιτονοικοκύρης είχε καταγράψει στο νου του όλες τις εργασίες, όπου το αγόρι θα του ήταν χρήσιμο, και άρχισε να του δίνει τις πρώτες οδηγίες.
“Καλά έφαγες, καλά ήπιες και καλά ξεκουράστηκες στο σπίτι μου. Τώρα θα πρέπει να με βοηθήσεις και στις δουλειές που εγώ δεν τα καταφέρνω πια. Αγόρι είσαι, μπορείςˮ
Το αγόρι δεν είχε καμία αντίρρηση κι απ’ τα χαράματα ρίχτηκε στη δουλειά. Στην αρχή να αρμέξουν τις γίδες, ύστερα να πάει στο βουνό να κουβαλήσει ξύλα για το τζάκι και το σούρουπο να μαζέψει τις γίδες στο μαντρί. Το βράδυ ούτε που είχε όρεξη να φάει από την κούραση. Ξερό έπεσε πάνω στο χορταρένιο στρώμα του. Το πρωί όμως το περίμεναν και νέες παραγγελιές.
“Καλά τα κατάφερες χθες με τις δουλειές. Είχα δίκιο που σκέφτηκα να σε κρατήσουμε. Όμως κι εσύ δεν πρέπει να έχεις κανένα παράπονο. Και έφαγες και ήπιες και ξεκουράστηκες στο σπίτι μου. Τώρα θα πρέπει να με βοηθήσεις και στο όργωμα που εγώ δεν τα καταφέρνω πια. Αγόρι είσαι, μπορείςˮ
Πριν ξημερώσει, το αγόρι έζεψε τα ζώα στο ζυγό και τράβηξε για το χωράφι. Το σιδερένιο υνί χάραζε το χώμα αυλακιά-αυλακιά και το χωράφι ετοιμαζότανε να δεχτεί στα σπλάχνα του τον ποθητό σπόρο. Σε λίγο όμως, ο ήλιος άρχισε να χτυπάει κατακέφαλα και ο ιδρώτας έλουζε το κορμί του αγοριού μαρτυρώντας τον μεγάλο του κόπο. Όταν χτύπησε η καμπάνα του εσπερινού, το αγόρι μοχθούσε ακόμα μες στο χωράφι. Σαν βράδιασε, έφτασε στο σπίτι σέρνοντας τα πόδια του από την κούραση. Ούτε το χορταρένιο στρώμα μπορούσε πια να ξεκουράσει το πολύπαθο αγόρι. Το σώμα του όλο πονούσε σαν να το διαπερνούσαν σουβλιές μέχρι το μεδούλι. Ο ύπνος του ήταν το ίδιο βασανιστικός. Τέτοια ζωή δεν την άντεχε άλλο. Κάποια στιγμή ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας γοερά.
“Θέλω να γίνω κορίτσι,..κορίτσι…κορίτσιˮ
Οι φωνές του ήταν τόσο δυνατές που ακούστηκαν μέχρι τη μάνα του στο σπίτι. Τότε εκείνη αλαφιασμένη αναζητώντας το παιδί της έτρεξε κατά κει απ’ όπου έρχονταν η φωνή. Και δεν έκανε λάθος. Η φωνή έρχονταν από τη συκιά, τον κρυψώνα του παιδιού της.
“Δήμητρα παιδί μου, Δήμητρα. Χίλιες φορές σου έχω πει πως δεν "πρέπει" να κοιμάσαι κάτω από τη συκιά. Η σκιά της είναι βαριά και κάνεις κακόν ύπνοˮ
Ευτυχώς για τη Δήμητρα που κι εκείνο το ουράνιο τόξο ήταν σαν όλα τα άλλα που είχαν επισκεφτεί μέχρι τότε τη γη, μακρινό και απρόσιτο.
Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο Οδός Ευξείνου Πόντου δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το 2014 ακολούθησε η σειρά διηγημάτων του με τίτλο Στα μονοπάτια του νου και του κόσμου, όπου παρουσιάζονται εικόνες και προβληματισμοί της καθημερινής ζωής, όπως αυτές σχηματοποιούνται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης, για να γίνουν, τελικώς, εικόνες του νου. Δείτε το υπόλοιπα βιβλία του.