Η κυρία Φωτάκη

blonde woman
Photo: Source
 
 
Ο έρωτας είναι θεϊκό προνόμιο
δοσμένο στην γυναίκα
 
        Προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά τις εικόνες που έχω φυλαγμένες στο μυαλό μου, όπως κάναμε παλιά με τα φωτογραφικά άλμπουμ, μόνο που στην περίπτωση των δικών μου εικόνων τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, αφού, οι παλιές εικόνες με την πάροδο των χρόνων έχουν πάρει μια φαντασιακή διάσταση, έτσι, που δυσκολεύομαι να καταλάβω αν είναι αληθινές ή ψεύτικες. Εμένα, όμως, μου αρέσει έτσι όπως έχουν γίνει γιατί είναι γνήσια δικές μου και, φυσικά, αφορούν μόνον εμένα. Έχω φυλαγμένες πολλές τέτοιες εικόνες, ιδιαίτερα από τα νεανικά μου χρόνια, που τις ανακαλώ συχνά στη μνήμη μου ωραιοποιημένες όμως υπερβολικά. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι της πραγματικότητας με την φαντασίωση, αφού, με κάνει να αισθάνομαι όμορφα. Έχω στολίσει όλες τις εικόνες μου με τη δική μου πινελιά και τις έχω παραφουσκώσει με έναν τρόπο ώστε να μου αφήνουν μια γλυκιά γεύση. Τελικώς, έτσι διογκωμένες και αλλοιωμένες όπως έχουν καταγραφεί στο νου μου έχουν γίνει το παραμύθι μου. Μ' αρέσει πολύ να ζω μέσα στο παραμύθι μου. Μ' αρέσει να ξεγελάω τον εαυτό μου και να του λέω ψέματα, γιατί αυτό το ψέμα με κάνει χαρούμενο, με κρατάει ζωντανό, κι απ' την άλλη, δεν βλάπτει και κανέναν γύρω μου. Επί τέλους, μέσα από αυτό το παραμύθι μου μπορώ να συγκρούομαι με τον συντηρητικό εαυτό μου που κάθε τόσο προσπαθεί να με προσγειώνει με συμβουλές αγιοσύνης. Έλεος πια! Μια τέτοια παραμυθένια εικόνα, για παράδειγμα, είναι η εικόνα της κυρίας Φωτάκη, όπως την έχω πλασμένη μέσα μου. Αληθινή ή ψεύτικη δεν έχει καμία σημασία. Κρατείστε όμως την υπομονή σας. Υπάρχουν όμως και άσχημες εικόνες, που δεν είναι και λίγες. Αυτές τις άσχημες εικόνες προσπαθώ να τις στείλω στη λησμονιά, τυλιγμένες μέσα σε ένα Αληθινό Συγγνώμη, που, όμως, δεν είναι αρκετό για να αποδιώξει την καταγραμμένη παρουσία τους. 
 
          Συχνά έχω την αίσθηση ότι υπάρχω μέσα σε μια κινηματογραφική ταινία όπου το ένα πλάνο διαδέχεται το άλλο προβάλλοντας μπροστά μου ατέλειωτες εικόνες, όμορφες και άσχημες, και, τελικώς, το αποτέλεσμα κρέμεται από την μονταζιέρα που επιλέγει τις εικόνες. Ποιές θα κρατήσει και ποιές θα πετάξει. Με την προσωπική μου μονταζιέρα προσπαθώ να βάλω τις εικόνες μου σε μια χρονολογική σειρά και να τις αξιολογήσω όπως αξίζει στην κάθε μια. Πιστέψτε με πως δεν είναι καθόλου εύκολο και είναι και επίπονο, ιδιαίτερα όταν έχεις διανύσει αρκετές δεκαετίες ζωής και έχουν μαζευτεί πολλές εικόνες. Κάτι θα ξέρετε και εσείς.
 
          Η πιο ωραία εικόνα της ζωής μου είναι το πρωινό φως του ήλιου όπως το θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια καθώς έβγαινε μέσα από τη θάλασσα για να ομορφύνει τον κόσμο. Το γλυκοχάραμα, στο νησί όπου γεννήθηκα, ξεκινούσε χωρίς να βιάζεται κι αφού έβαφε πρώτα τον ουρανό με το γαλάζιο του χρώμα, απλώνονταν σύριζα πάνω στα νερά της θάλασσας σαν να ήθελε να την εξαγνίσει απ' ό,τι σκοτεινό άφηνε επάνω της η νύχτα. Ύστερα έψαχνε τη χαραμάδα που υπήρχε στο ξύλινο παραθυρόφυλλο του δωμάτιο μου προσπαθώντας να τρυπώσει κάπου. Εκείνη η χαραμάδα, όμως,  ήταν η χαραμάδα της ψυχής μου. Άργησα πολύ να καταλάβω πως το φως ήθελε να τρυπώσει μέσα μου. Ήταν το ξυπνητήρι της ψυχής μου. Ήταν η αλήθεια μου. Ακόμα το πιστεύω αυτό. 
 
          «Μάθε να ξεχωρίζεις την ομορφιά από την ασχήμια και ζήσε μέσα στο φως», ήθελε να μου πει
 
          «Η τέχνη της ζωής είναι να μπορείς να ξεχωρίζεις τις καταστάσεις, για να μπορείς να επιλέγεις σωστά» 
 
Το φως του ήλιου κουβαλούσε μαζί του μιαν αλήθεια. Πέρασαν, όμως, πολλά χρόνια για να πιάσω το μήνυμα. Η καλή ``όραση`` είναι ευεργέτημα μόνον όταν μπορεί να ξεχωρίζει την ομορφιά, για την ασχήμια καλύτερη είναι η μυωπία. Μάθε να ξεχωρίζεις την ομορφιά, μού έλεγε το φως του ήλιου, γι' αυτό και το ευγνωμονώ. Πόσα πράγματα, αλήθεια, μπορείς να δεις όταν μάθεις να βλέπεις σωστά! 
 
          Η Μαρία είχε γίνει έξι χρονώ κι όμως δεν ήθελε να πάει στο σχολείο μόνη της. Οι φωνές της έφταναν κάθε πρωί μέχρι το σπίτι μας, ένα τετράγωνο παρακάτω από το δικό της.
 
          «Θέλω να πάω στο σχολείο με τον Μαθιό», 
 
έλεγε στη μάνα της με επιμονή. Αυτός ήμουν εγώ. 
 
          Η μάνα της, η παπαδιά, μου ζήτησε να της κάνω το χατίρι. Ήταν τρία χρόνια μικρότερή μου και συχνά παίζαμε μαζί απέναντι από το σπίτι της στο παρκάκι, όπου μαζεύονταν όλα τα γειτονόπουλα. Τελικώς της έγινε το χατίρι της Μαρίας. Κάθε πρωί πηγαίναμε βαδίζοντας μαζί χέρι-χέρι στο σχολείο. Στην αρχή αυτό φαίνονταν παράξενο στους γείτονες και στους δασκάλους. Ο πρώτος, όμως, που αντέδρασε σ' αυτήν την κατάσταση ήταν ο πατέρας της, ο παπα-Θεόδωρος.
 
           «Γινήκαμε θέατρο, βρε γυναίκα. Πόσο θα τραβήξει αυτή η εικόνα;» 
 
Η παπαδιά, ωστόσο, ήταν πιο διορατική. 
         
          «Ο Μαθιός, παπά μου, είναι από καλή οικογένεια, και καλό παιδί. Δεν τον βλέπεις που στόμα έχει και μιλιά δεν έχει;», 

του απαντούσε η παπαδιά. 
 
Τον βόλεψε τον παπά αυτή η απάντηση και δεν ξαναμίλησε. Εξάλλου αυτός ήταν του δόγματος, «Ούς ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω».

Αυτή η γραφική εικόνα με την Μαρία και εμένα να βαδίζουμε χέρι-χέρι κράτησε για καιρό, μέχρι που η Μαρία τέλειωνε την τρίτη τάξη κι εγώ το δημοτικό. Τότε, κάποια μέρα καθώς βαδίζαμε προς το σχολείο ξαφνικά ένοιωσα πως το χέρι της Μαρίας ήταν διαφορετικό. Ήταν σαν να έκαιγε, σαν να μου έστελνε νέα μηνύματα. Ομολογώ πως τρόμαξα καθώς δεν μπορούσα να εξηγήσω τι μου συνέβαινε. Της άφησα απότομα το χέρι κι εκείνη το δέχτηκε χωρίς διαμαρτυρία. Αργότερα κατάλαβα πως, τότε, εγώ έμπαινα στην εφηβεία και η Μαρία ήταν πια κοπελίτσα εννέα χρόνων. Στο Γυμνάσιο μου έστελνε τακτικά ραβασάκια ``εκδήλωσης ενδιαφέροντος``, όμως, ποτέ δεν με πλησίασε ούτε στα δέκα μέτρα. Και «τα χρόνια πετούσαν σαν τα πουλιά», όπως έλεγε η μάνα μου, αφήνοντας πίσω μόνον εικόνες, αυτές που προσπαθώ να μαζέψω τώρα. 
 
          Κάποιο Φθινόπωρο βρέθηκα στην Αθήνα, φοιτητής της νομικής σχολής. Ήταν η εποχή που στον πολιτικό ορίζοντα μεσουρανούσε η χούντα των συνταγματαρχών. Για να είμαι ειλικρινής, όσο ζούσα στο νησί άκουγα για χούντα, αλλά, δεν αντιλαμβανόμουνα την σοβαρότητα της κατάστασης. Ο πατέρας μου δεν διάβαζε ποτέ εφημερίδα, ούτε και άλλα αναγνώσματα κι εγώ ήμουν προσκολλημένος μόνον στα σχολικά βιβλία για να περάσω στο πανεπιστήμιο. Την σοβαρότητα της πολιτικής κατάστασης την κατάλαβα στην Αθήνα, που βρέθηκα μόνος. Η νομική σχολή ήταν ένα ζυμωτήριο ιδεών και δράσεων. Ξαφνικά, τότε, αισθάνθηκα πως ωρίμασα και πως έπρεπε να μπορώ κι εγώ να έχω άποψη για πάμπολλα θέματα με κυρίαρχο την πολιτική. Ήθελα να αισθάνομαι μέλος μιας νέας κοινωνίας που δοκιμάζονταν. Ωστόσο, ήμουν ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους με διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα από τη δική μου. Ξεκίνησα κάπως αργά το ταξίδι των προβληματισμών και φοβάμαι πως έμεινα ημιμαθής σε θέματα πολιτικής. Η ένταξή μου στη νέα αγέλη δεν ήταν καθόλου εύκολη.
 
          Με την πάροδο των ημερών ξεπήδησαν και άλλα προβλήματα πως ίσως έπρεπε να τα είχα δει νωρίτερα. Κατάλαβα πως η πολιτική δεν ήταν το μόνο θέμα που με απασχολούσε. Έβλεπα γύρω μου τους μεγαλύτερους άρρενες συμφοιτητές μου να έχουν αναπτύξει μιαν αρμονική σχέση με τα κορίτσια, κάτι που για μένα μέχρι τότε ήταν σαν μια άγνωστη γλώσσα. Το μόνο ερέθισμα που είχα από γυναίκα ήταν τα ραβασάκια της Μαρίας, που, βέβαια, δεν με άφηναν αδιάφορο. Ποιά ήταν, λοιπόν, αυτή η ``ξένη γλώσσα`` που έπρεπε να μάθω και τι έπρεπε να κάνω για να τα καταφέρω; Η προσγείωσή μου στον χώρο αυτόν ήταν μάλλον ανώμαλη. Εκμυστηρεύτηκα τον προβληματισμό μου στο εξάδελφό μου, τον Αρίστο, που τέλειωνε την ιατρική. Αυτός πριν πάρει ακόμα το πτυχίο του είχε την αίσθηση ότι είχε άποψη για τα πάντα. Κατά τον Αρίστο το πρόβλημά μου ήταν απλό και πως δεν έπρεπε να με απασχολεί καθόλου. 
 
          «Θα βάλεις είκοσι δραχμές στην τσέπη και θα σε στείλω εγώ κάπου να λύσεις το πρόβλημά σου», 
 
με συμβούλεψε ο Αρίστος. Έτσι και έγινε. 
 
Την επομένη το βράδυ βρέθηκα να περιμένω τη σειρά μου σε ένα πορνείο μαζί με άλλους. Εκεί, νόμιζα πως όλοι οι άλλοι θαμώνες κοιτάζανε συνεχώς εμένα και ένοιωσα σαν να ήμουν γυμνός. Κανείς όμως απ' αυτούς δεν νοιάζονταν για τη δική μου παρουσία. Γι' αυτούς ήταν σαν μια διαδικασία ρουτίνας, σαν να παίρνανε το κολατσιό τους. Όλα γύρω ήσαν τόσο καταθλιπτικά, από την επίπλωση, τον φωτισμό, το διάσπαρτο φτηνό άρωμα, τους ψιθύρους που έρχονταν από τα καμαρίνια. Ευχόμουν να είχαν νεκρωθεί όλες μου οι αισθήσεις, να μην βλέπω, να μην ακούω, να μην οσφραίνομαι, όμως..., δεν ήθελα να φύγω. Η περιέργεια μου με έσπρωχνε να δω τη συνέχεια της συνταγής του Αρίστου. Όσο εγώ περίμενα είχαν προστεθεί στην παρέα των ενδιαφερομένων και άλλοι δυο φαντάροι. Από το βάθος κάποιου μισοφωτισμένου διαδρόμου με πλησίασε μια εύσωμη συμπαθής κυρία με τελείως ξεκούμπωτη τη ρόμπα της και στάθηκε προκλητικά  μπροστά μου. 
 
          «Η σειρά σου, μικρέ»,
 
μου είπε με μια φυσικότητα, όπως όταν σε καλούν στον κισσέ κάποιας Τράπεζας. Εμένα, όμως, ήταν σαν να μου κόπηκαν τα πόδια, σαν να ήμουν βιδωμένος πάνω στην καρέκλα και μου ήταν αδύνατον να σηκωθώ. Οι φαντάροι με κοίταξαν με ένα βλέμμα σαν να μου έλεγαν, «άντε τέλειωνε, δεν θα ξημερωθούμε εδώ για χάρη σου». Σκέφτηκα να φύγω τρέχοντας, όμως δεν ήθελα να γίνω και θέαμα. Περισσότερο, δεν ήθελα να προσβάλλω την γυναίκα εκείνη που δεν έφταιγε σε τίποτα. Δεν ήρθε στο σπίτι μου εκείνη, εγώ πήγα στο δικό της σπίτι. Έβγαλα το εικοσάρικο από την τσέπη μου και της το έβαλα στο χέρι, όσο πιο διακριτικά μπορούσα. 
 
          «Πρωτάρης είσαι;»,
 
με ρώτησε, ομολογώ, με περισσή καλοσύνη. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. 
 
          «Πολλά πράγματα μπορείς να δεις όταν μάθεις να βλέπεις σωστά », έλεγε το φως του ήλιου που έμπαινε κάθε πρωί στο δωμάτιο μου.
 
Δεν θυμάμαι πόσες ώρες βρέθηκα κάτω από την ντουζιέρα του σπιτιού μου να πλένομαι με κρύο νερό. Ένοιωθα βρώμικος. Τις επόμενες μέρες έπλενα συνεχώς τα χέρια μου χωρίς να ξέρω το γιατί. Η συνταγή του Αρίστου έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα. Έπεσα σε κατάθλιψη. Ο Αρίστος, όμως, είχε και γι' αυτήν την περίπτωση μια συνταγή. Μου σύστησε να πάρω κάποια αγχολυτικά χάπια. Ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι αυτό που κάνει κάποιους γιατρούς να νοιώθουν σαν θεοί. Τι σύμπλεγμα είναι αυτό που τους κάνει να νομίζουν πως έχουν απάντηση σε κάθε πρόβλημα! Το πρόβλημα μου έπρεπε να το αντιμετωπίσω μόνος μου. Έπρεπε να μάθω να επικοινωνώ με τα κορίτσια, να γίνομαι αποδεκτός, να εκπέμπω και να δέχομαι. Βουνό τεράστιο, όμως, έπρεπε να το ανεβώ για να μάθω να παίρνω και να δίνω αγάπη. Αυτό, όμως, δεν μου ήταν δύσκολο γιατί στο νησί μου δεν μου έλειψε η αγάπη. Τότε ανακάλυψα πόσο σημαντικό ήταν για μένα το χέρι-χέρι με την Μαρία, αλλά, και τα ραβασάκια που δεν σταμάτησε ποτέ να μου στέλνει. 
 
          Ήταν βασανιστική η πρώτη χρονιά στο πανεπιστήμιο. Μα, μήπως κατάλαβα και τι ήταν το πανεπιστήμιο με την κατάσταση που επικρατούσε; Από κατάληψη σε κατάληψη το πηγαίναμε. Ο φόβος της χούντας κυριαρχούσε παντού. Έτσι, όταν έφτασε ο Ιούνιος ένοιωσα έντονη την ανάγκη να φύγω από την πόλη, να πάω στην πατρίδα μου. Αλλά, και εκεί ακόμα ήθελα να απομονωθώ, να μένω μόνος μου. Ανακάλυψα μια παράνομη παράγκα, που είχε χτίσει ο πατέρας μου, καναδυό χιλιόμετρα από το λιμάνι. Ένα μεγάλο γραφικό δωμάτιο ήταν η παράγκα μου, που, όμως διέθετε τα στοιχειώδη για μια διαμονή. Είχε βέβαια και διάφορα πράγματα που τραβούσαν το μάτι. Θα μπορούσα χωρίς επιφύλαξη να πω ότι το πιο ελκυστικό σημείο στον χώρο του οικοπέδου ήταν ο φράχτης της αυλής. Εκεί, ο πατέρας μου είχε φυτέψει μερικά αναρριχητικά φυτά, μπουκαμβίλιες, καπένσιες και γιασεμί. Με το χρόνο, τα φυτά αυτά αγκαλιάστηκαν από τον άγριο κισσό και όλα μαζί έγιναν ένα ιδιαίτερο σύμπλεγμα. Και ήταν αξιοθέατο να βλέπεις να ξεπροβάλλουν, μέσα από την πυκνή πράσινη φυλλωσιά του κισσού, μώβ άνθη μπουκαμβίλιας, πορτοκαλί άνθη καπένσιας και άσπρα άνθη γιασεμί. Εντυπωσιακά ήταν και τα τέσσερα μεταλλικά βαρέλια για τη συλλογή του βρόχινου νερού, το καθένα βαμμένο με διαφορετικό χρώμα. Εκείνη η ασήμαντη παράγκα, που ήταν ένα ησυχαστήριό, μου προσέφερε αρκετά πλεονεκτήματα. Βρίσκονταν στη ρίζα ενός κατάφυτου λόφου και απείχε μόλις μιαν ανάσα από μια μοναχική μικρή παραλία. Ωστόσο, η πρόσβαση στην παραλία δεν ήταν εύκολη γιατί βρίσκονταν κάτω από έναν απότομο γκρεμό που δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος. Υπήρχε ένα δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε από το επάνω μέρος του γκρεμού σε μια χρυσαφένια αμμουδιά που την επισκέπτονταν, συνήθως, νεαρά άτομα και γυμνιστές. Για μένα ήταν ένα παιχνίδι να κατεβαίνω στην παραλία για το μπάνιο, που λάτρευα. Πιστεύω βαθειά πως το καλοκαίρι είναι συνώνυμο με τη θάλασσα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορώ να περάσω καλοκαίρι χωρίς να αγναντεύω τη θάλασσα και μ' ενοχλεί που δεν μπορώ να περάσω σε έναν ζωγραφικό πίνακα τα χρώματά της. Τα καλοκαιρινά χρώματα της όμως. Προσπαθώ να τα περιγράψω με λόγια, αλλά ούτε και σ' αυτό τα καταφέρνω καλά. Όμως, ακόμα κι αν ήμουν καλός στο γράψιμο ούτε τότε θα μπορούσε ποτέ να περάσει στο χαρτί η ομορφιά της θάλασσας, γιατί δεν είναι μόνον το χρώμα της, αλλά, η μαγεία της, που ξέρει πώς να παγιδεύει τα μάτια και την ψυχή.  
 
          Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι περίπου τα τέλη του Αυγούστου, όταν ένα απόγευμα καθώς είχα ξεκινήσει για την παραλία, παρατήρησα πως στο επάνω μέρος του γκρεμού, εκεί που ξεκινούσε το δύσβατο μονοπάτι, υπήρχε ένα ποδήλατο ακουμπισμένο στους θάμνους. Και δεν ήταν ένα συνηθισμένο ποδήλατο από αυτά που κυκλοφορούσαν στο νησί, αλλά, ένα ακριβό ποδήλατο επιλεγμένο με ιδιαίτερη αισθητική. Ασφαλώς, ο ιδιοκτήτης του, που λούζονταν κάτω στην παραλία, δεν θα ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο, σκέφτηκα. Η περιέργεια μου με έσπρωξε να κοιτάξω προς τη θάλασσα  από το ύψος όπου βρισκόμουν. Και, ω του θαύματος, μια ύπαρξη απολάμβανε κάτω στην παραλία το παιχνίδι με τη δροσιά του νερού. Και ήταν μια αιθέρια γυναικεία ύπαρξη αυτή, όσο μπορούσα να διακρίνω από μακριά. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα την τόσο γνώριμη για μένα παραλία σε μια νέα διάσταση, ομορφότερη απ' ό,τι την γνώριζα. Η θάλασσα και η γυναίκα δημιουργούσαν μια τόσο αρμονική εικόνα σαν να ήταν η γυναίκα θάλασσα και η θάλασσα γυναίκα. Ένα ενιαίο σύμπλεγμα που το ένα μέρος συμπλήρωνε το άλλο με την διαφορετική ομορφιά του. Η χρυσαφένια βελούδινη αμμουδιά είχε περάσει κάτω από το διάφανο νερό και πάνω της καθρεφτίζονταν η σκιά της γυναίκας καθώς τη φώτιζε ο ήλιος από ψηλά. Προς στιγμή νόμισα ότι βρισκόμουν σε παραμύθι της μυθολογίας, γι αυτό μιλάω κάποιες φορές για φαντασιακή πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι παράκρουση ούτε τυχαίο, αφού, όλες οι εικόνες  πραγματικές ή ψεύτικες γίνονται τελικά νοητικές εικόνες. 
 
Κατέβηκα το μονοπάτι και άρχισα να βαδίζω πάνω στην αμμουδιά της παραλίας προς την γυναικεία ύπαρξη που χαίρονταν το μπάνιο της. Φαινότανε πλέον καθαρά πως ήταν μια νέα γυναίκα και πως ήταν γυμνή. Όταν το αντιλήφθηκα αυτό σταμάτησα να προχωράω και σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με αντιλήφθηκε η γυναίκα και άρχισε να μου φωνάζει. 
 
          «Κάνε πίσω. Φύγε. Είμαι η κυρία Φωτάκη, η γυναίκα του Δήμαρχου. Μην τολμήσεις να πλησιάσεις» 
 
Είχε απόλυτα δίκαιο να διαμαρτύρεται. Με πιο δικαίωμα εγώ θα έπρεπε να διαταράξω τη μοναχικότητα που απολάμβανε;  Απομακρύνθηκα όσο πιο μακριά μπορούσα με γυρισμένη την πλάτη μου προς τη εκείνη. Ωστόσο, ούτε και αυτό την ικανοποίησε. Βγήκε βιαστικά από το νερό, έριξε επάνω της ένα ανάλαφρο φόρεμα και με πλησίασε. 
 
          «Τώρα μπορείς να γυρίσεις προς τα μένα», μου είπε. «Όμως, το καλό που σου θέλω είναι να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Δεν είδες τίποτα. Δεν με είδες ποτέ σ' αυτήν την παραλία». 
 
Το ύφος της ήταν τόσο αυστηρό που ήμουν βέβαιος πως εννοούσε την απειλή της. Γύρισα και την κοίταξα στο πρόσωπο που δεν είχε την επιθετικότητα τής φωνής της. Μια γυναίκα, μισό κεφάλι πιο ψηλή από μένα, με ένα αλαβάστρινο σώμα και ολοζώντανα γαλανά μάτια που εξέπεμπαν ομορφιά. Ο σωματότυπος και το πρόσωπό της δεν παρέπεμπαν σε Ελληνίδα. Την παρακολούθησα καθώς απομακρύνονταν από την παραλία. Η περπατησιά της και το λυγερό της σώμα την έκαναν να μοιάζει με σύγχρονη νύμφη της θάλασσας. Φαντάστηκα πως πολύ θα ήθελε ο Δίας, αν υπήρχε ακόμα, να μεταμορφωθεί σε χρυσή βροχή για να την κερδίσει. Όταν πλησίασε προς το μονοπάτι, γύρισε προς τα πίσω καρφώνοντας τα μάτια της επάνω μου. 
 
          «Εσένα πώς σε λένε; », με ρώτησε
 
Της απάντησα χωρίς δισταγμό. 
 
          «Μαθιό με λένε, Μαθιό... Να προσέχεις μη χτυπήσεις στο μονοπάτι. Είναι επικίνδυνο»
 
Έφυγε χωρίς να απαντήσει. 
 
           Πιστεύω πως μια τέτοια ιστορία δεν θα άφηνε κανέναν χωρίς να την ερευνήσει. Για τον Δήμαρχο γνώριζα - μέσες άκρες - κάποια πράγματα, η κυρία του Δημάρχου, όμως, μου ήταν τελείως άγνωστη. Ωστόσο, ήξερα πού έπρεπε να ρωτήσω, αφού, η οικογένεια Φωτάκη διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον παπα-Θεόδωρο. Επομένως, ``ο μίτος της Αριάδνης`` ξεκινούσε από την Μαρία. που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Δήμαρχος του νησιού για δεύτερη φορά ήταν ο Φώτης Φωτάκης. Ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας γύρω στα σαράντα πέντε και το πλέον γνωστό πρόσωπο στο νησί. Ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχειακών μονάδων καθώς και κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας. Η πολιτική εξουσία που κατείχε, τα χρήματά του, αλλά, και η προσωπική του εμφάνιση τον έκαναν αλαζόνα και ``να μην πατάει καλά στη γη``. Ήταν ωραιοπαθής και δεν έχανε ευκαιρία να αυτοπροβάλλεται. Στους συντοπίτες του ήταν γνωστός ως Φιφής, από τα αρχικά γράμματα του ονόματός του. Όσοι τον ήξεραν από κοντά τον χαρακτήριζαν ως σαρδανάπαλο, καθώς γνώριζαν ότι είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον ξένο ποδόγυρο. Ωστόσο, ήταν γαλαντόμος και με αυτήν την απλοχεριά του κατόρθωνε να κερδίζει τους ψηφοφόρους του. Δεν κατόρθωσε όμως ποτέ να κερδίσει τη γυναίκα του, η οποία κατάλαβε την φαυλότητά του από τον πρώτο χρόνο του γάμου τους. Ο παπα-Θεόδωρος, που ήταν ο πνευματικός της οικογένειας, επενεργούσε συχνά πυροσβεστικά ανάμεσα στο ζευγάρι για να μην διαλυθεί ο γάμος τους, επειδή, «ούς ο Θεός συνέζευξεν.....».  
 
Ο Φιφής είχε άριστες σχέσεις με την χούντα των Αθηνών, όχι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά, για λόγους συμφέροντος, αφού, είχε εισπράξει από τους χουντικούς αρκετά χρήματα για τις παράνομες επιχειρήσεις του. Ποτέ του, όμως, δεν ενόχλησε συντοπίτη του για πολιτικούς λόγους, γι' αυτό και ήταν γενικά αποδεκτός. Σε πλήρη αντίθεση με αυτόν, ήταν η σύζυγός του, νεότερή του κατά δέκα χρόνια. Ιδιαίτερα μορφωμένη γυναίκα, ευγενική και διακριτική με τους πάντες. Κατάγονταν από πολύ εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν καπετάνιος από το νησί και η μητέρα της από τη Σερβία. Οι γονείς την είχαν βοηθήσει να κάνει σπουδές ακόμα και στη Γαλλία. Η κυρία Φωτάκη είχε πάρει όλα τα σωματικά της χαρακτηριστικά από την σλάβα μητέρα της, γι' αυτό και όσοι δεν την γνώριζαν στο νησί, την θεωρούσαν τουρίστρια. Μια τουρίστρια που μαγνήτιζε στο πέρασμά της. Με την Μαρία είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και κάποιες φορές ανταλλάσανε τα μυστικά τους. Τον τελευταίο καιρό το ζευγάρι των Φωτάκηδων ήταν σε μεγάλη σύγκρουση. Τα πράγματα ανάμεσά τους ήταν τόσο οξυμένα που ούτε ο παπα-Θεόδωρος μπορούσε πλέον να βοηθήσει. Ο Φιφής είχε εξελιχθεί σε ένα ναρκισσιστικό παγώνι, όμως, κανείς δεν υπήρχε για του μάθει πως τα παγώνια είναι πολύ ευάλωτα πουλιά. Η εξουσία και το χρήμα τον είχαν τυφλώσει. 
 
          Η θάλασσα τις πρώτες μέρες εκείνου του Σεπτέμβρη ήταν μαγευτική. Τα αυγουστιάτικα μελτέμια είχαν κοπάσει  και ο ήλιος είχε μαζέψει την κάψα του, αλλά, και την φλυαρία των τζιτζικιών. Για αρκετές μέρες πήγαινα μέχρι το πάνω μέρος του γκρεμού με την ελπίδα πως κάπου εκεί θα υπήρχε πάλι το ποδήλατο ακουμπισμένο στους θάμνους. Η επιθυμία μου ήταν εξαιρετικά μεγάλη να ξανασυναντήσω την γοργόνα που τυχαία γνώρισα στην μικρή παραλία. Κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι θα ερχότανε πάλι εκεί. Και λοιπόν; Τι κι αν ερχότανε.  Πάλι θα μου έλεγε, «το καλό που σου θέλω είναι να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό». Τι είχα να περιμένω εγώ από μια παντρεμένη γυναίκα και μάλιστα με εξέχον πρόσωπο; Ύστερα ήταν και μεγαλύτερή μου. Σε καμιά περίπτωση δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί κάποια σχέση μεταξύ μας. Ήθελα όμως πολύ να την ξαναδώ. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ένα απόγευμα ξαναείδα το ποδήλατο της να είναι ακουμπισμένο στους θάμνους. Κρατήθηκα από τα κλαδιά μιας κουμαριάς στο χείλος του γκρεμού για να μπορέσω να δω την καλλονή να χαριεντίζεται με το νερό. Εκεί που ήμουν κρυμμένος μέσα στην πυκνή φυλλωσιά είχα την βεβαιότητα ότι εκείνη δεν θα μπορούσε να με δει από τη θάλασσα. Αυτό το σκηνικό με μένα να είμαι κρεμασμένος από τα κλαδιά της κουμαριάς, επαναλήφτηκε και τις επόμενες μέρες. Η καλλονή κυρία ερχότανε κάθε απόγευμα, ακριβώς την ίδια ώρα, και άφηνε το ποδήλατό της στους θάμνους, ακριβώς στο ίδιο σημείο. Για μέρες παραφύλαγα πίσω τον κισσό του φράχτη μου να την βλέπω να έρχεται στην περιοχή μου και ύστερα να χάνεται για ώρα πολλή στη θάλασσα. Τι χαρά ήταν αυτή που ένοιωθα! Άρχισα όμως να φοβάμαι πως αν εκείνη σταματούσε αυτήν την καθημερινή συνήθειά της, εγώ θα έχανα τον κόσμο μου. Τον κόσμο μου, όμως, δεν τον έχασα, τον βρήκα κάποια από τις μέρες που ακολούθησαν. 
 
Την ημέρα εκείνη το ποδήλατο δεν έστριψε προς τη θάλασσα, αλλά, συνέχισε την πορεία του ευθεία. Κάπου έχασα την οπτική επαφή μαζί της. Παραμέρισα τα φύλλα του κισσού προσπαθώντας να δω καλύτερα προς τα πού θα πάει η γοργόνα. Σε πολύ λίγο, όμως, άκουσα τη φωνή της δυνατά δίπλα μου. 
 
          «Αντιλαμβάνομαι, Μαθιέ, πως θα φροντίζεις τα λουλούδια του φράχτη, έτσι που είσαι χωμένος μέσα σ' αυτόν». 
 
Προς στιγμή τρόμαξα, αλλά, το γεγονός ότι θυμότανε το όνομά μου ήταν καλό σημάδι. Αναθάρρησα. Δεν ξέρω όμως πώς βρήκα το θάρρος να την απαντήσω. 
 
          «Όχι, τον φράχτη τον φροντίζει η μαμά φύση, εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου προσφέρω ένα άσπρο λουλουδάκι από το γιασεμί μου» 
 
Δεν ήξερα αν είχε έρθει με κακές διαθέσεις, αλλά, πρόσεξα ότι το πρόσωπό της μαλάκωσε μ' αυτό που της είπα. 
 
          «Δεν θα μου δείξεις το παλάτι σου;», με ρώτησε.
 
Προχώρησε μέσα στην παράγκα χωρίς να περιμένει την απάντησή μου. Την ακολούθησα. Όταν ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο την είδα ξανά να συννεφιάζει. Στράφηκε προς εμένα σχεδόν θυμωμένη. 
 
          «Μπορώ να μάθω γιατί τόσον καιρό με παρακολουθείς; Σου αρέσω ή είσαι ματάκιας;» 
 
Να άνοιγε η γη να με καταπιεί! Ο κόσμος χάθηκε κάτω από τα πόδια μου. Έσκυψα το κεφάλι μου ενοχικά προς το πάτωμα και μόλις που πρόλαβα να ψελλίσω κάτι. 
 
          «Ναι, μου αρέσεις»
 
Η γοργόνα γαλήνεψε. Άπλωσε τα χέρια της, μου σήκωσε το πρόσωπο ψηλά. και με τις παλάμες της να αγκαλιάζουν το πρόσωπό μου στοργικά με ξαναρώτησε 
 
          «Μπορείς να μου το πεις πιο δυνατά; Θέλω να το ακούσω ξανά». 
 
Δεν δίστασα καθόλου να το ξαναπώ. Αυτήν τη φορά όμως με την φωνή μου να βγαίνει βαθειά από τα σωθικά μου. Και δεν ήταν φωνή, ήταν κραυγή.
 
           «Μου αρέσεις πολύ» 
 
Με τις σαγηνευτικές παλάμες της έφερε το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό της και κόλλησε τα χείλη της με τα δικά μου σ' ένα ατέλειωτο φιλί. Πέταξε το ανάλαφρο φόρεμα της σε μια καρέκλα και ξάπλωσε γυμνή επάνω στο κρεβάτι μου. 
 
           «Σε περιμένω, μην το αργείς»
 
Το έχω πει πολλές φορές. Δυστυχώς τα όμορφα όνειρα κρατούν λίγο. Εγώ απ' αυτό το όνειρο θα κρατήσω μόνον αυτές τις λίγες εικόνες από την μαγική ιεροτελεστία εκείνης της μέρας. Ευτυχώς που η μονταζιέρα μου λειτουργεί καλά.  
 
          Ποτέ άλλοτε δεν ένοιωσα τόσο ανάλαφρη την ψυχή μου, που μίλησε εκείνο το απόγευμα με την δική της γλώσσα. Τελικά αυτό που φοβόμουν πως ήταν βουνό, ήταν κάτι πολύ απλό. Και ήταν απλό γιατί πάταγε πάνω σε αλήθεια. Η δική μου αλήθεια ήταν τρεις λέξεις. «Ναι, μου αρέσεις». Τρεις λέξεις που δεν προέκυψαν από σωματική έλξη, αλλά, από την ψυχική μου αναζήτηση. Η δική της αλήθεια ήταν τα δυο της χέρια που ήξεραν πώς να αγκαλιάζουν με στοργή για να συνομιλούν ερωτικά. Τελικώς, ο τόσο ευρηματικός έρωτας είναι θεϊκό προνόμιο των γυναικών που ξέρουν πώς να το διεκδικούν γιατί γνωρίζουν καλά την τελετουργία του. Θέλει την σπίθα του να γίνει μεθύσι που σε κάνει να πετάς, που σε κάνει ποιητή χωρίς να γνωρίζεις από ποίηση. Κοίτα τώρα που θυμήθηκα τον ποιητή μας, τον Ευριπίδη. Πόσο άδολη και πόσο σπουδαία μπορεί να είναι η σχέση δυο ανθρώπων όταν είναι αληθινή. Το φως του πρωινού ήλιου, που λατρεύω, είναι ερωτικό γιατί είναι αλήθεια.
 
          Έφυγε βιαστικά από την παράγκα, χωρίς μια κουβέντα, χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημάδι, παρά μόνο την ανάμνησή της, που έγινε εικόνα στον γαλαξία της φαντασίας μου, κι ας μην την είδα ποτέ ξανά μετά την μέρα εκείνης της ερωτικής μας γνωριμίας. 
 
          Δυο χρόνια μετά, η στρατιωτική χούντα έδειχνε να καταρρέει. Ο Φιφής είχε έγκαιρα τις πληροφορίες του και άρχισε να ξεπουλάει την περιουσία του. Ήταν φανερό πως ήθελε να φύγει από τη χώρα. Η κυρία Φωτάκη κάλεσε τη Μαρία στο σπίτι της για να την αποχαιρετήσει. Η σκηνή ανάμεσα στις δύο γυναίκες ήταν ιδιαίτερα συγκινητική. Της έβαλε στο χέρι μια ασημένια μπιζουτιέρα από την συλλογή της, που έκρυβε έναν μικρό θησαυρό.
 
          «Μαρία μου, μέσα σ' αυτό το κουτί, που θέλω να σου χαρίσω από την καρδιά μου, υπάρχουν δυο χρυσές λίρες Αγγλίας να φτιάξεις τις βέρες σου με τον Μαθιό, που ξέρω πόσο τον αγαπάς. Υπάρχει και ένα μαργαριταρένιο κολιέ, που θα ήθελα να το φορέσεις στο γάμο σου»
 
Στο κουτί όμως υπήρχε και ένα χειρόγραφο σημείωμα γραμμένο από το δικό της χέρι.
 
          «Μαρία μου, να τον φροντίζεις τον Μαθιό, το αξίζει»
 
          Προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά τις εικόνες που έχω φυλαγμένες στο μυαλό μου, όμως, αυτός ο ξερόβηχας, που με βασανίζει καιρό τώρα, δεν μ' αφήνει να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου.
 
          «Μαρία, φτιάξε μου σε παρακαλώ ένα βουνίσιο τσάι. Βάλε και μια κουταλιά θυμαρίσιο μέλι και μια τζούρα τσίπουρο. Λένε ότι μαλακώνει τον βήχα. Θέλω να σε ρωτήσω και κάτι. Έχεις καμιά πρόσφατη πληροφορία για τους Φωτάκηδες;»
 
          «Πώς σου ήρθε αυτό τώρα; Για τους Φωτάκηδες..., όχι..., μόνο ό,τι ήξερα από παλιά. Είχαν αυτοεξοριστεί στη Γαλλία, όπως ξέρεις. Ο Φιφής πέθανε νωρίς»
 
          «Και η κυρία Φωτάκη;»
 
          «Η Νατάλιγια, αν ζει ακόμα, θα πρέπει τώρα να έχει περάσει τα ενενήντα. Ζούσε στο Παρίσι»
 
          «Νατάλιγια την λέγανε την κυρία Φωτάκη, Μαρία;»
 
          «Ναι, Νατάλιγια. τη λέγανε. Γιατί δεν το ήξερες;»
 
          «Πώς να το ξέρω; Μήπως τη συνάντησα και ποτέ μου!»
 
          Μ΄ αρέσει να λέω ψέματα στον εαυτό μου, αλλά, τώρα λέω ψέματα και στην Μαρία. Ή μήπως δεν είναι ψέμα; Ίσως, όμως, η εικόνα της κυρίας Φωτάκη, που έχω πλασμένη μέσα μου, να είναι μια παραμυθένια εικόνα. Πάντα μου άρεσε να ζω μέσα σε ένα παραμύθι! 
 
- Ω -

 

Related Articles

Ο γλάρος και η πέτρα

The Seagull and the Stone