Βαρενού Πόντου 1923: Ο Αποχαιρετισμός

 varenou pontos 1923

Από τον Γιάννη Χαριτάντη

1η Ιανουαρίου 2024

           Ένα καθυστερημένο ανοιξιάτικο αεράκι κατέβηκε από τον βράχο του Κροκότυλου και πέρασε πάνω απ’ τη Βαρενού, καθώς το συνήθιζε κάθε χρόνο. Ήθελε να χαιρετήσει και να αγκαλιάσει πάλι τους δικούς του ανθρώπους. Όμως, τον γνώριμο από παλιά τόπο που αντίκρισε δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον τόπο που ήξερε από αιώνες. Τρόμαξε και σκέφτηκε πως πήρε λάθος δρόμο. Καμιά φωνή, κανένα βέλασμα ζώου, ούτε ήχος καμπάνας, ούτε και τραγούδι. Έρημα και ρημαγμένα τα σπίτια χωρίς όνειρα ανθρώπων. Κουφάρια όρθια και ρημαγμένα τα καμπαναριά. Χορταριασμένα μνήματα χωρίς σταυρό, χωρίς ταυτότητα. Αθέριστα παρχάρια χωρίς παρχαρομάνες και κυνηγούς, χωρίς έρωτες και τραγούδια. Δέντρα που ξεγελάστηκαν και άνθισαν για τελευταία φορά. Τρομαγμένο το αεράκι μπήκε στα σπίτια και τους αχυρώνες του χωριού, ένα προς ένα.

           Στο σπίτι της Λευτερίνας, της παρχαρομάνας, τα αμπάρια ήταν άδεια και στους αχυρώνες της, που ποτέ δεν είχαν μείνει αδειανοί από χορτάρι, δεν υπήρχε ούτε φυλλαράκι. Ούτε στα σπίτια του Μουζενίδη και του Σουμελίδη και του παπα-Λάζαρου, που πάντα ήσαν γεμάτα με παιδιά, υπήρχε παιδική φωνή. Θυμήθηκε τον παπα-Γιάννη που τους γνώριζε όλους στο χωριό, ζωντανούς και πεθαμένους, γενιές πίσω, και δεν χρειαζότανε στην εκκλησία χαρτάκι με ονόματα για να τους μνημονεύει.

``Παπα-Γιάννε, γιάμ ανασπάλτς και τ’ εμόν τον Χαρίκον; Δυο χρονών έτον όντες επαίρεν’ ατον ο Θεόν``

Ο παπα-Γιάννης, κάθε φορά που μνημόνευε το όνομα μικρού παιδιού δάκρυζε και η φωνή του χανότανε μέσα στη δασιά γενειάδα του. Ήταν δυνατόν να ξεχάσει τον Χαρίλαο της Μολέσας; Δύο χρονών αγγελούδι τον έχασε η μάνα του μες απ’ τα χέρια της κι, όμως, δεν μπόρεσε να τον ξεχάσει ποτέ, κι ας πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Οι μάνες δεν ξεχνούν ποτέ το αίμα τους! Το ακολουθούν όπου κι αν είναι! Ο παπα-Γιάννης δεν χρειάζονταν την υπόμνηση της μάνας για να μνημονεύσει τον Χαρίκο, όπως εκείνος ήξερε.

``Χαριλάου του νεωτέρου``

μνημόνευε ο παπάς το όνομα του μικρού παιδιού με τρεμάμενα χείλη, κι η μάνα ήταν βέβαιη πως η δέησή της έφτανε στο παιδί της. Το άκουσμα του ονόματος του παιδιού της ήταν για εκείνην η μυσταγωγία της. Όλα τα Μυστήρια του Κόσμου μαζί. Πόσο πίσω στο χρόνο πάει αυτή η τελετή! Πόσο πίσω στην Ελλάδα πηγαίνει αυτό το ιερό τελετουργικό! Κι αυτήν την τελετή δεν χρειάζεται να την καταλαβαίνεις. Την αισθάνεσαι! Ούτε, όμως, τη δέηση του παπα-Γιάννη, που από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου ακούγονταν κάποτε σ’ όλο το χωριό, μπόρεσε το αεράκι να ακούσει κάπου.

Να πάω σκέφτηκε στο σπίτι του κρυπτοχριστιανού Νικόλα Γεωργιάδη, που όλοι τον ήξεραν ως αζίζ (άγιο). Εκεί ζούσε η κόρη του η Αζιζίνα, που τα παιδιά της γίνανε δάσκαλοι. Πάντα το αεράκι θαύμαζε την Αζιζίνα που μπόρεσε να σπουδάσει τα παιδιά της από εκεί πάνω την αετοφωλιά της Βαρενού. Χάθηκε και η δασκαλομάνα;

Στην άκρη του χωριού υπήρχε ακόμα η βρύση με τον μαρμάρινο διάκοσμό της. Το νεράκι της δεν στέρεψε. Έμενε αστείρευτη ελπίζοντας. Θες νάταν αυτό κάποιο σημάδι, θες να περίμενε τους ανθρώπους, που χρόνια δρόσιζε, να γυρίσουν πίσω;

Πιο πάνω τα βράχια του Κροκότυλου, μόνα και έρημα. Η ύπαρξή τους είχε μείνει πλέον χωρίς νόημα. Ποιόν να προστατεύουν τώρα; Μόνον οι Βαρενέτες τα θαύμαζαν και τα είχαν δώσει και βροντώδες όνομα. Κανείς δεν θα τα θυμάται πια και καμιά Γεωγραφία δεν θα τα γράψει πάνω σε χάρτη. Αυτά υπήρχαν με το όνομά τους μόνον επάνω στην ψυχή των ανθρώπων και εκεί θα παραμείνουν.

Κατηφόρισε από το ύψωμα του χωριού προσπαθώντας να παρακάμψει τα μνήματα. Μα, πώς να παρακάμψει την Ιστορία; Εκατόν γενιές ανθρώπων είχαν ποτίσει με το αίμα και τον ιδρώτα τους αυτόν τον τόπο. Λίγα μανουσάκια ξεπρόβαλαν από την Άγια Γη. Αυτά δεν θα φύγουν ποτέ από εκεί γιατί είναι ταγμένα να τιμούν τους νεκρούς και έχουν την υπόσχεση από το αεράκι πως δεν θα τα ξεχάσει ποτέ.

Πιο κάτω προχώρησε στο ποτάμι, στον Γιαγλίντερε, μήπως και το νερό θυμότανε να του διηγηθεί κάτι. Το κελάρυσμα του νερού, όμως, του μίλησε σε άλλη γλώσσα, που το αεράκι δεν καταλάβαινε. Περίεργο, ακόμα και το νερό άλλαξε, δεν ήταν το ίδιο! Τίποτα δεν απόμεινε το ίδιο. Μαζί με τους ανθρώπους χάθηκαν και τα όνειρά τους. Όλα χάθηκαν! Έμεινε όμως η θύμηση τους και η αθάνατη αγάπη μας που τα τυλίγει.

`Ει κιτί πατρίδα ’μ.

 


haritantis100 Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο Οδός Ευξείνου Πόντου δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το 2014 ακολούθησε η σειρά διηγημάτων του με τίτλο Στα μονοπάτια του νου και του κόσμου, όπου παρουσιάζονται εικόνες και προβληματισμοί της καθημερινής ζωής, όπως αυτές σχηματοποιούνται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης, για να γίνουν, τελικώς, εικόνες του νου. Δείτε το υπόλοιπα βιβλία του.

Related Articles

Ο γλάρος και η πέτρα

The Seagull and the Stone