Dictionary - Π-π

Π - π

Παλαλέσα - τρελλή - palalesa - crazy female
Παλαλός - Παλαβός - Palalos - Crazy male
Πάππας - Πατέρας - Papas - Father ( απο την Ομηρική λέξη Πάππας - Πατέρας, με τον τρόπο που το λέει ένα παιδί)
Παράδας - Λεφτά - Parathas - Money
Παραμερίζω - Απομακρύνομαι - Paramerizo - I lay aside
Παρλαεύω - Λάμπω/Γυαλίζω - Parlaevo - I shine/I glow
Παρχάρ - Οροπέδιο - Parxar - an outdoor expanse of land.
Παρχαρομανα - Γυναίκα που πρόσεχε το παρχάρ - Parxaromana - A woman who attends to cows and animals
Πατήτσια - φασολάκια - patitsia - broadbeans
Πατσί - Αδερφή - Patchi - Sister - Kız kardeş
Παχchίchα - Πεταλούδα - Pahchicha - Butterfly
Πεγάδ - Πηγάδη - Pιgath - A Well
Πεγαδομάτε - Μάτι του Πηγαδιού - Pegathomate - Opening of a Well
Πεκιάρτς - Γεροντοπαλίκαρο (ή ανήπαντρος) - Pekiarts - Old but Strong Man (or single man)
Πελιαεύω - Oργώνω - Peliaevo - I plough
Περισιάν - Ακατάστατος / Aτημέλητος - Perishan - Ruin/Wreck
Περισάντς - Tαλαιπωρημένος, τυρρανισμένος - Perishants - Backward (male)
Πεσκίρ - Πετσέτα - Peshkir - Towel - Havlu
Πεshλιαεύω - Ανατρέφω(Mεγαλώνω) - Peshliaevo - I grow
Πεσλεεύω - Θρέφω - Pesleevo - To feed or nourish
Πεχλιβάν - Παλικαράς - Pechlivan - Wrestler
Πίλικο - Φάκελο - Piliko - Envelope
Πιλπίλ - Tο "μπλαμπλα" - Pilpil - Articulate
Πιπίλ - Σπόρο - Pipil - Seed
Πλημύν - Tροφή ζώων - Plimin - Food for an animal
Πλουμίζω - Kεντώ - Ploomizo - I embroider
Ποδάρ - Πόδη - Pothar - Foot
Πoίσον - Κάνε - Pison - Do
Ποζεύω - Σβήνω - Pozevo - I extinguish
Πολεμώ - Προσπαθώ - Polemo - I try
Ποσκευαρίζω - Συμμαζεύω - Proskevarizo - Collect/Organise
Πουίχ - Μουστάκι - Pooikh - Moustache
Πουμ'πούλ - Πούπουλο - Poompool - Feather
Πουργού - Μικρί σήδερο για τρυπάνι - Pourgou - Drill Bit
Πουρπουρίζω - Λάμπω/Γυαλίζω - Pourpourizo - I shine/I glow
Πούρτσουκλη - Καρότο - Poortsookli - Carrot
Πουσμανέυω / Επουσμάνεψα - Μετανιώνω - Pushmanevo - I regret
Πουστουρίζω - Ψιθυρίζω - Poostoorizo - I whisper
Πουτσάχ - Γωνία δωματίου - Poutsach - Corner of a room
Πουτσή - Κορίτσι - Poutsi - Girl
Πυρίφτε - Ξύλο που έριχναν το ψώμι - Pirifte - Wood with long handle used to take bread out of a woodoven