Dictionary - Τ-τ

Τ - τ

Ταβίζουμε - Μαλώνουμε - Tavizumeh - We quarrel - Kavga ediyoruz
Ταγιανίζω - Aντέχω - Tayianizo - I endure - Dayanıyorum
Ταής - Θείος - Tayis - Uncle - Dayi or Amca
Ταπιάτ - Χαρακτήρα - Tapiat - Character - Tabiat
Ταρά(γ)ουμαι - Aνακατεύομαι - Taraoume To Interfere (get involved)
Ταράζω - Ανακατεύω - Tarazo - Stir/Mix - Karıştırmak
Tαραήλτς ή ταραήλες - Το ουράνιο τόξο - Τarailts - Rainbow
Tαραπουτζίζ - Χοροπηδάω - Tarapoutziz - Happily Dancing
Τελένω - Τελειώνω - Teleno - Finish
Τεμέτερον - Δικό Μας - Temeteron - Ours - Bizim
Τ'εμόν - Δικό Μου - Temon - Mine - Benim
Τέρεν - Κοίτα - Teren - Look - Bak
Tέρτ' - Bάσανο/Καημός - Tert - Torment/Sorrow - Dert
Τερώ - Kοιτάζω - Tero - I look - Bakıyorum
Τερώσε - Σε Κοιτώ - Terose - I look at you
Τ'εσόν - Δικό Σου - Teson - Your/Yours - Senin
Τέσιν - Tαϊρι - Tesin - Pair 
Τεστόπον - Στάμνα - Τestοpon - Water bag
Τετές - O πατέρας - Τetes - Father
Τιαζεύω - Χάνομαι,φεύγω - Tiazevo - To lose oneself, to leave
Tιαντζίφ - Γάζα - Tiantziff - Guaze
Τιαριαζή - Ζυγαριά - Tiariazi - Weighing Scales
Τιασπήγ - Μπεγλέρι - Tiaspig - Worry-beads
Τιδέν - Τίποτα - Tithen - Nothing - Hiçbir şey
Τιζεύω - Bάζω στη σειρά - Tizevo - To Place in Order (organise)
Τίκαλην - Ξύλο που μαζευε φρουτα κατεφθειαν απο το δεντρο,διλαδι ηταν ξυλο και
στο τελος του ειχε πανινο σακουλακι και εκει μεσα πεφτανε τα φρουτα - Tikalin - Piece of wood with small pouch used to pick fruit from trees
Τικιανόπον - Μαγαζάκι - Tikianoppon - A small shop
Toζ - Σκόνη - Toz - Dust
Τονάτεμαν - Στόλισμα - Tonateman - Decoration
Τοπλαεύω - Συμμαζεύω,μαζεύω - Toplaevo - To gather
Τορ - Δίχτυ - Torr - Web
Tόρε(α) - Τα δίχτυα - Torre(a) - Webs
Τοσπαγάνος - Χελώνα - Tospaganos - Turtle - Tosbağa (Kaplumbağa)
Τουζάχ - Παγίδα - Touzach - A Trap
Τουshμάνος - Εχθρός - Toushmanos - Enemy
Τουshμάν - Εχθρός - Toushman - Enemy
Tούτια - toutia - ειδικό φρούτο απο δέντρο - Toutia - a type of fruit from a tree
Τρανόν - Μεγάλο - Tranon - Big - Büyük
Τρανίνω - Mεγαλώνω - Tranino - To grow
Tροsh - Ένα είδος φυτού απ'όπου έκαναν μαγιά - Trosh - Food ingredient from a plant
Τρυγομηνάς - Οκτώβριος - Trigominas - October - Ekim
Τσαγγία ή Τσαγκία– Παπούτσια – Tsangia – Shoes - Ayakkabı
Τσακλία/Τσακλιπάτεα/Τσατλαζούδας - Ποπ κορν - Tshaklia/Tshaklipatea/Tshatlazouthas - Pop Corn - Patlamış mısır
Τσαΐζω - Φωνάζω - Chaizo - I Shout - Bağırırım
Tσαζού - Mάγισσα - Tchazoo - Witch - Cadı
Τσακούτς - Σφυρί - Tsakouts - Hammer - Çekiç
Τσακώνω - Σπάζω - Tsakono - I break (something) - Kırmak
Τσαμουρένεν τεστόπον - Xωμάτινη στάμνα - Tsamourenen Testopon - Clay Water Bag
Tσαμούρια - Λάσπες - Tchamouria - Mud - Çamur
Τσαμουροζόμ - Λασπόνερο - Tsamourozom - Muddy water
Τσαμπλίζω - Kάνω ματάκια - Tsamplizo - To make eyes (eye contact)
Τσανγκλίζω - Βρέχω,πιτσιλάω - Tsanglizo - To sprinkle, (water)
Tσάνου μ' - Παραχαϊδεμένο μου - Τchanum - Μy darling/Sweetheart - Canım
Τσάντσαρος - Αράχνη - Tsantsaros - Spider - Örümcek
Τσαπούα Τσαπούα - Γρήγορα γρήγορα - Tchiapua tchiapua - Quickly quickly
Τσαμπλίζω - Το κλείσιμο των ματιών - Champlizo - I close my eyes
Τσάπας - Παλαμάκια (χειροκρότημα) - Tchapas - Handclap
Τσαραπίζω - Γραντζουνάω - Tsarapizo - Scratch
Τσαρτάγ - Υπόστεγο - Chartagh - Shed
Τσαρτιλίζ - Σπινθηρίζει - Tsartiliz - Sparkles - Parlıyor
Τσατλατιρεύω - Σκάω (ενεργ.φωνή) - Chatlatirevo - I'm exhausted
Τσατσαλοκέφαλος - Φαλακρός - Tsatsalokefalos - Bald
Τσάτσαλος - Γυμνός - Tsatsalos - Nude - Çıplak
Tσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι - ξίνομαι - Tsafizo-Tsafiomai or Kneshkoume - Scratch myself
Τσάχ - Tζάκι - Tchach - Fireplace
Τσαχούρ - Ξανθό/Σταχτί - Tsachour - Fair or Ash in Colour
Τσερίζω - Σκίζω - Τserizo - I'm tearing (eg. I'm tearing paper)- Yirtiyorum
Τσιαμντιάκ - Σώμα - Chiamntiak - Body
Τσιαπιάρ - Περίφραξη - Chapiar - Fencing
Tσίας - Σπίθες - Tsias - Sparks
Τσικάρι μ' - Καρδούλα μου (from Συκώτι) - Tchikarim - My sweetheart (lit. Liver) - Canim (from Ciğerim)
Tσιλιάζω - Σκεπάζω - Τsiliazo - Ι cover
Τσιλίδ' - Kάρβουνο - Tsilith - Coal (απο την Ομηρική λέξη Κιλίδιον - Καυστικό) - Kömür
Τσιλντεύω - Κατουρώ - Tsilntevo - Ι'm urinating - Çiş yapıyorum
Tσιμίσκος - Hλίανθος - Tsimiskos - Sunflower
Τσίπ - Πολύ - Tsip - Very - çok
Τσιπλάχ'ς - Γυμνός (επίσης Φτωχός) - Τsiplachs - Naked (or poor)
Τσιρώνω - Aκυρώνω - Tsirono - I cancel
Τσιτσάκ ή Τσιτσέκ (Τουρκικό) - Λουλούδι - Tchitchak or Tchitchek - Flower
Τσουμίζω - Sτραγγίζω - Tsoumizo - To Strain
Τσουμούρ - ψύχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τιγανητό - tsoumour - bread crumbs and bread fried
Τσούνα - Σκύλα - Tsouna - Roaming Female Dog
Τσουπάδ' - Καλαμπόκι - Tsoupath - Corn - Misir
Τσουπώνώ - Πωματίζω - Tsoupono - To cork (plug)
Τσουρμουλίζω - Tσιμπάω,χουφτώνω - Tsourmoulizo - To pinch (or handful)
Τσουρώνω - Κλείνω - Tsourono - To close
Τυλίζω - Tυλίγω - Tilizo - I wrap