Page 24 of 24
Ω - ω
Ωβάζω - Κάνω αυγά - Ovazo - To lay/make eggs
Ωβάζνε - Kάνουν αυγά - Ovazneh - They are laying/making eggs
Ωβοτάραχον - Ταραμάς,χαβιάρι - Ovatarachon - Caviar
Ωβό - Αυγό - Ovo - Egg
Ωβόν - Αυγό - Ovon - Egg
Ωβόππα - Μικρά Αυγά - Ovopa - Little Eggs
Ωμίν - Ώμος - Omin - Shoulder
Ώμνησα - Ορκίστηκα - Omnisa - To swear (on oath)
Ωράζω (Ωριάζω) - Προσέχω ένα μέρος - Orazo (Oriazo) - To concentrate on one thing
Ώρα(εα)σον - Κοίτα - Οra(ea)son - Look
Ωρίασον - Μην τυχόν - Oriason - Be careful not to (Don't you dare)
Ωσπουτά - Μέχρι - Ospouta - Until
Ωτιν - Αυτί - Otin - Ear
Ωφ - Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας - Off - Said when exhausted/in pain
Ωφλαεύω - Αναφωνώ