Σ - σ
Σα - Στα - Sa - At
Σαεύω (ή Ισιαύω) - Υπολογίζω - Saevo - To calculate
Σαλαχανέας - Αυτός που τριγυρίζει όλη μέρα - Salahaneas - A male who roams around a lot
Σαλαχανού - Μία που τριγυρνάει πολύ - Salaxanou - Α female who roams alot
Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) - Ένα είδος δέντρο - Samartsouk - A type of tree
Σάντιλα - Kαθώς - Santila - As
Σαντούγ - Σεντούκι - Santoug - Coffer
Σαρεύω - Περικυκλώνω ή μεταφορικά ‘Με αρέσει'- Sarevo - I encircle, or metaphorically ‘I like'
Σαταshεύω - Πειράζω ή Τσιγκλίζω - Satashevo - Tease
Σαρί - Ξανθό - Sari - Blonde - Sarışın
Σαφλάς - Σάλια - Saflas - Saliva
Σαφλέας - Σαλιάρης - Safleas - Saliva (dribbler) male
Σαχτάρ - Στάχτι - Sachtar - Ash
Σαχταρού - Σταχτοπουτα - Sachtarou - Cinderella
Σεβάσκομαι - Σέβομαι - Sevaskoume - I respect
Σεβντάν - Αγάπη - Sevdan - Love - Sevda
Σεβνταλής - Ερωτευμένος - Sevntalis - (male) In Love
Σεβνταλία - Eρωτιάρικα - Sevdalia - Referring to love
Σεβνταλού - Ερωτευμένη - Sevntalou - (Female) In Love
Σειραλαεμένα - Βαλμένα στη σειρά - Siraleamenna - Placed in order
Σεκέρ - Ζάχαρη - Sheker - Sugar
Σεκεύω - Ξηλώνω - Shekevo - To unstitch
Σεούτ/Σεκιούτ - Ιτιά - Seoot/Sekioot - Willow Tree
Σταυρίτες - Σεπτέμβριος - Stavrites - September - Eylül
Σερεύω - Μαζεύω - Sherevo - To collect
Σερίν (Τουρκικό) - Ίσχιο - Sherin - Shade
Σέφτελα (τα) - Τα παντζάρια - Ta Seftela - Beetroot
Σεύτελον - Ανόητος/Χαζός - Seftelon - Silly/Stupid - Aptal
Σεύτελος - Χαζός - Seftelos - Silly/Stupid (male) - Aptal
Σην - Στην - Sin - At
Σhελέκ - Δέμα με ξύλα που τα κουβαλούσαν στην πλάτη - Shelek - A bag placed on one's back to carry wood
Shιαshιρεύω - Μπερδεύομαι - Shiashirevo - To confuse oneself
Shίλε(α) - Χείλια - Shileh(a) - Lips
Shίνα - Πόντος (στο ύφασμα) - Shina - A stitch in material
Shκύλον - Σκύλος - Shkilon - Dog
Σιασιουρεμένος - Μπερδεμένος - Shiashiouremenos - Confused (male)
Σιάπκα/Σιάφκα - Καπέλλο - Shiapka / Shiafka - Hat
Σιλεφτέρ - Σφουγγαρόπανο - Silefter - Sponge or Cleaning Cloth
Σιλεύω (Σπογγίζω) - Σφουγγαρίζω - Silevo (Spongizo) - I sponge or wipe
Συρ - Sir (see Σύρω)
Σισιάν/Σισάν/Σισέν - Μπουκάλι - Shishian/Shishan/Sishen - Bottle
Σίτα - Kαθώς - Sitta - As
Σιφτέν - Στην αρχή - Siften - The beginning
Σκαλώνω - Ξεκινώ - Skalono - I begin - Başlıyorum
Σκαμνίν - Σκαμνή - Skamnin - A Stool
Σκολέκ - Σκουλίκι - Skolek - Worm
Σκοτία - Σκοτάδι - Skotia - The Dark
Σκουντουλίζω - Μοσχοβολώ - Skountoulizo - I Smell Nice
Σκωτούσαι - Σκοτώνεσαι - Skotousai - Kill/Harm oneself
Σκούμαι - Σηκώνομαι - Skoume - I stand up
Σκυλάζω - Βρωμάω - Shkilazo - I stink
Σοεύω - Κλέβω - Soevo - To steal
Σολίκ - Kαλή παρέα - Sholik - Good company
Σον - Χιόνι - Shon - Snow
Σορός - Δάση - Soros - Woods
Σος - Σιωπή - Soss - Be Quiet - Sus
Σούκ - Σήκω - Sook - Get Up - Kalk
Σουμάδεμαν - Αρραβώνας - Soumatheman - Engagement
Σουμά - Κοντά - Close by - Suma - Yakin
Σουμά σ' - Κοντά σου - Suma s' - Close to you - Sana Yakin
Σουμπούλα - η κουνιστή και όμορφη - Soumboula - Beautiful "dancing" Woman
Σουμώνω - Πλησιάζω - Soumono - I approach
Σουρούκ/Σουρούχ - Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις - Soorook or Soorooch - A long straight piece of wood with many uses
Σουφρά - Tραπεζομάντιλο - Soofra - Tablecloth
Σοχάγα/Σοκκάκι - Μικρό δρομάκι - Sochaga/Sokaki - Little Street
Σπάζω - Σφάζω - Spahzo - I slaughter
Σπαλίζω - Κλείνω - Spalizo - Close
Σπάνω (ή chατλατιρεύκουμεν) - Eκρήγνυμαι - Spano (or Chatlatirefkoumen) - I break out/explode
Σπαρέλ - Σουτιέν - Sparel - Bra - Sutyen
Σπάσον - Σκάσε - Spason - Full (of food)
Σπογγίζω (Σιλεύω) - Σφουγγαρίζω - Spongizo - I sponge or wipe
Στα/Αστά ή Εστά - Σταμάτα/Περίμενε - Sta/Asta or Esta - Stop or Wait
Σταλήγουμαι - Σταματώ - Staligoumeh - To stop
Στάλλη - Στέλλα - Stalli - Stella
Στούπιτσα - Είδος χορταρικού με ξινή γεύση.- Stoopitsa - Type of grass with a bitter taste
Σταυρίτης - Σεπτέμβριος - Stavritess - September
Σταφύλε - Σταφύλια - Stafyleh - Grapes
Στόλ - Τραπέζι - Stoll - Table
Στούδ - Κόκκαλο - Stooth - Bone - Kemik
Στράτα - Δρόμος ή Πεζοδρόμιο - Strata - Road or Walkway - Yol
Στύλον - Στέλιος - Stillon - Stellios
Συντζεύω - Μιλώ - Sintzevo - I Talk
Σύρω - Σέρνω/Τραβώ/Πετάω - Siro - Drag/Pull/Throw - sürüklemek/çekmek/fırlatmak
Συρόν (το) - Ποντιακό φαγητό με φύλλα από ζυμάρι, σκόρδο κτλ - Siron - Pontic recipe comprising onions etc in dough
Σωρεύω - Μαζεύω/Μαζεύομαι - Sorevo - I collect/Gather
Σως - Σιωπή - Sos - Quiet